- διάκοψη
- η (Α διάκοψις, -εως) [διακόπτω]1. διακοπή2. διαχωρισμός, διάσχιση, τέλειο κόψιμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διακόψῃ — διακόψηι , διάκοψις fem dat sg (epic) διακόπτω cut in two aor subj mid 2nd sg διακόπτω cut in two aor subj act 3rd sg διακόπτω cut in two fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)